- λημνιό
- τοβλ. λήμνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήμνιος — Προσωνυμία του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Δίας μάλωσε μία φορά με την Ήρα και ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Δίας τότε θύμωσε, τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε στο άπειρο. Μετά από πτώση που διήρκεσε μία… … Dictionary of Greek